- μελεδαντός
- μελεδ-αντός, ή, όν,A object of care,
Μαραθὼν . . μ. ἀνδράσιν BCH50.529
(Attica, ii A.D.). -ή, f.l. for μελέτη, Hp. Mul.1.67.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Μαραθὼν . . μ. ἀνδράσιν BCH50.529
(Attica, ii A.D.). -ή, f.l. for μελέτη, Hp. Mul.1.67.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελεδαντός — μελεδαντός, ή, όν (Α) [μελεδαίνω] αυτός που είναι αντικείμενο φροντίδας ή αυτός που δημιουργεί φροντίδες σε άλλους … Dictionary of Greek